- καταπιεστικός
- -ή, -όαυτός που προξενεί καταπίεση, καταθλιπτικός: Η φορολογία είναι καταπιεστική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταπιεστικός — ή, ό 1. αυτός που ασκεί καταπίεση ή που γίνεται για καταπίεση, καταθλιπτικός («καταπιεστική φορολογία») 2. καταδυναστευτικός, τυραννικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπιέζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού… … Dictionary of Greek
έμβαρυς — ἔμβαρυς, ο (Μ) πολύ βαρύς, καταπιεστικός … Dictionary of Greek
αληπασαδίζω — φέρομαι ή διοικώ όπως ο Αλή πασάς, δηλαδή αυθαίρετα και σκληρά, είμαι τυραννικός, καταπιεστικός, σκαιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλή πασάς. ΠΑΡ. νεοελλ. αληπασαδισμός] … Dictionary of Greek
αναγκαστικός — ή, ό (Α ἀναγκαστικός, ή, όν) 1. αυτός που επιβάλλεται από την ανάγκη ή με τη βία, υποχρεωτικός, αναπόφευκτος 2. καταπιεστικός, φορτικός 3. επίρρ. αναγκαστικά (αρχ. ῶς) με τη βία, υποχρεωτικά, αναπόφευκτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγκαστός ή απευθείας από… … Dictionary of Greek
εμφόρητος — ἐμφόρητος, ον (Μ) 1. δυναστικός, τυραννικός, καταπιεστικός 2. μεστός, πολυπληθής … Dictionary of Greek
θλιβερός — και χλιβερός ή, ό (Μ θλιβερός, ά, όν) (νεοελλ. μσν.) 1. αυτός που προκαλεί ψυχική θλίψη, λυπηρός, οδυνηρός, δυσάρεστος («θλιβερό άγγελμα») 2. δύστυχος, ταλαίπωρος, άθλιος, αξιολύπητος, κακόμοιρος («κι άψυχα τ άφησε τα θλιβερά», Σολωμ.) 3. αυτός… … Dictionary of Greek
θλιβώδης — θλιβώδης, ες (Α) [θλίβω] καταπιεστικός … Dictionary of Greek
καταθλιπτικός — ή, ό 1. δυσβάστακτος, καταπιεστικός («καταθλιπτική φορολογία») 2. αυτός που προκαλεί κατάθλιψη, βαθιά θλίψη (α. «καταθλιπτική ατμόσφαιρα» β. «καταθλιπτικό περιβάλλον») 3. φρ. «καταθλιπτική αντλία» αντλία που λειτουργεί με ισχυρή πίεση. επίρρ...… … Dictionary of Greek
κοτζάμπασης — Ονομασία των προεστών ή δημογερόντων ενός τόπου κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ο κ. εκλεγόταν διά βοής από τους χριστιανούς κατοίκους μιας περιοχής· η διάρκεια του αξιώματός του ήταν ετήσια, αλλά μπορούσε να παραταθεί, αν δεν υπήρχαν… … Dictionary of Greek
πιεστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίεση, που γίνεται με πίεση ή με τον οποίο ασκείται πίεση 2. μτφ. καταπιεστικός, καταθλιπτικός 3. εξαναγκαστικός («πιεστικά μέτρα») 4. άμεσος, επείγων, υποχρεωτικός («πιεστικές ανάγκες») 5. φρ.… … Dictionary of Greek